-
1 καμπύλος
A bent, curved, opp. εὐθύς, of a bow,κ. τόξα Il.3.17
, etc.;ἅρμα 5.231
; κ. κύκλα, of wheels, ib. 722; , Sol.13.48;δίφρος Pi.I.4(3).29
; ;σελίς IG12.374.57
;κῦμα BMus.Inscr.1012
([place name] Chalcedon);κ. ἐς τὸ ἔξω Hp. Art.1
;καμπύλα τε καὶ εὐθέα Pl.R. 602c
: metaph., κ. μέλος an ode of varied metre, Simon.29; cf. καμπύλη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπύλος
См. также в других словарях:
τριανταφυλλιά — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ροδή, της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα)· πλήθος ποικιλίες και παραλλαγές των φυτών αυτών καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι ένα γένος πολύ πλούσιο σε είδη και γίνεται συνεχώς πλουσιότερο με… … Dictionary of Greek